ληιας

ληιας
    ληϊάς
    -άδος (ᾰδ) adj. f захваченная в плен, пленная
    

(γυνή Hom.)


Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. . 1958.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Смотреть что такое "ληιας" в других словарях:

  • ληιάς — ληϊάς, άδος, ἡ (Α) (ποιητ. θηλ. τού ληΐδιος] γυναίκα που έχει συλληφθεί αιχμάλωτη («ληϊάδας τε γυναῑκας», Ομ. Ιλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < ληΐη, ιων. τ. τού λεία, + επίθημα ιάς (κρην ιάς, ορεστ ιάς). Με την ίδια σημ. μαρτυρείται στη Μυκηναϊκή ο τ.… …   Dictionary of Greek

  • ληιάς — taken prisoner fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ληιάδας — ληιάς taken prisoner fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ληιάδε — ληιάς taken prisoner fem nom/voc/acc dual …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ληιάδες — ληιάς taken prisoner fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ληιάδεσσι — ληιάς taken prisoner fem dat pl (epic aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ληιάδεσσιν — ληιάς taken prisoner fem dat pl (epic aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ληιάδων — ληιάς taken prisoner fem gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ληιάσιν — ληιάς taken prisoner fem dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ληίδιος — ληΐδιος, ία, ον, θηλ. και ληϊάς, άδος (Α) [ληΐς] αιχμάλωτος …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»